Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καδράρισμα το [kaδrárizma] Ο49 : 1.τοποθέτηση εικόνας σε κάδρο. 2. (φωτογρ., κινημ.) τοποθέτηση της εικόνας μέσα στα οπτικά όρια της φωτογραφικής ή κινηματογραφικής μηχανής.
[καδραρισ- (καδράρω) -μα]



