Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καγχασμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καγχασμός ο [kaŋxazmós] Ο17 : γέλιο δυνατό και σαρκαστικό: Tην πρότασή του τη δέχτηκαν με καγχασμούς.

[λόγ. < ελνστ. καγχασμός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go