Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καβγατζής
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καβγατζής ο [kavγadzís] Ο8 θηλ. καβγατζού [kavγadzú] Ο37 : αυτός που δημιουργεί συχνά καβγάδες: Ήρθε πάλι η καβγατζού και μας δημιούργησε προβλήματα. || (ως επίθ.): Aυτός είναι πολύ ~. Γυναίκα καβγατζού.

[τουρκ. kavgacι -ς· καβγατζ(ής) -ού]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go