Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καβαλικευτά
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καβαλικευτά [kavalikeftá] επίρρ. : με τον τρόπο που καβαλικεύει κάποιος ένα υποζύγιο· καβαλητά.

[καβαλικευτ(ός) επίρρ. < καβαλικεύ(ω) -τός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες