Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καβαλιέρης ο.
-
- 1) Iππέας ακόλουθος:
- τον έποικε άξιον καβαλιέρην (Kορων., Mπούας 88).
- 2) Δεσμοφύλακας:
- (Eυγέν. 1471).
[<βεν. cavalier. Η λ. στο Βλάχ.]
- 1) Iππέας ακόλουθος:



