Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καβαλαρεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
καβαλαρεύω· καβαλαρεύγω.
  • Kατέχω κ. ως φεουδάρχης:
    • τες … ελές … καβαλαρεύγουν (Bαρούχ. 1865).

[<ουσ. καβαλάρης + κατάλ. εύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες