Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καβαλαρεύω· καβαλαρεύγω.
-
- Kατέχω κ. ως φεουδάρχης:
- τες … ελές … καβαλαρεύγουν (Bαρούχ. 1865).
[<ουσ. καβαλάρης + κατάλ. ‑εύω]
- Kατέχω κ. ως φεουδάρχης:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<ουσ. καβαλάρης + κατάλ. ‑εύω]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |