Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καβαλαρέα
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
καβαλαρέα η· καβαλαριά· καβαλλαρία.
  • Έφιππη:
    • επήγεν … η ρήγαινα … καβαλλαρία (Bουστρ. 31613).

[θηλ. του ουσ. καβαλάρης. Ο τ. ιά στο Somav.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go