Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καβαλίνα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καβαλίνα η [kavalína] Ο25α : περίττωμα κυρίως αλόγου ή άλλου υποζυγίου.

[μσν. καβαλλίνα (ορθογρ. απλοπ.) < υστλατ. *caballina (πρβ. ιταλ. cavallina, υστλατ. stercus caballinus)]

[Λεξικό Κριαρά]
καβαλίνα η.
  • Περίττωμα υποζυγίων:
    • η κοπρία γίνεται από καβαλίνα (Kαρτάν., Π. N. Διαθ. φ. 316v).

[<θηλ. του λατ. caballinus. H λ. τον 9. αι., στο Meursius (λ. λίς) και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go