Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καβαλίκεμα το [kavalíkema] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καβαλικεύω· καβάλημα.
[μσν. καβαλίκεμα < καβαλίκευμα με αφομ. [vm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] ) < καβαλικεύ(ω) -μα]



