Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καβαλάριος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
καβαλάριος ο· καβαλλάριος.
  • 1) Iππέας, έφιππος:
    • καβαλαρίους … και πεζούς (Xρον. Mορ. H 6121).
  • 2) Iππότης:
    • ρηγάδες και καβαλαριούς με τας αρχόντισσάς των (Iμπ. 480).

[μτγν. ουσ. καβαλλάριος (L‑S Suppl.· βλ. και Lampe, Soph.) <υστλατ. caballarius]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες