Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καβάντζα η [kavándza] Ο25 : (προφ.) απόθεμα: Πάρε αρκετές μπίρες, για να έχουμε ~.
[ίσως παλ. ιταλ. gavazza `γούλα, υπερβολικό ξεφάντωμα΄ με αποηχηροπ. του αρχικού [g > k] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: γκαμήλα - καμήλα (ή < νότ. ιταλ. διάλ. cav-)]