Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καβάλο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καβάλο το [kaválo] Ο39 & καβάλος ο [kaválos] Ο18 : το κάτω μέρος της ραφής του παντελονιού, που ενώνει τα δύο σκέλη. || το τμήμα του παντελονιού που βρίσκεται δεξιά και αριστερά από τη ραφή.

[ιταλ. cavalo· μεταπλ. σε αρσ. με βάση την αιτ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες