Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καβάκα η.
-
- Oνομασία όρνιθας ωραίας και παχιάς·
- (εδώ ως κύρ. όν.):
- (Συναξ. γαδ. 164).
- (εδώ ως κύρ. όν.):
[<ουσ. *κακκάβα <μτγν. κακκάβη (Καλιτσουνάκις, Αφ. Χατζιδ. 204-5). Η λ. στο Meursius και σήμ. κυπρ. (Σακ. 562)]
- Oνομασία όρνιθας ωραίας και παχιάς·



