Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κίχλα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
κίχλα η,
βλ. κίχλη.
[Λεξικό Κριαρά]
κιχλάτος, επίθ.
  • Που έχει το χρώμα της τσίχλας, κιτρινωπός:
    • (Ορνεοσ. 57710).

[<ουσ. κίχλη + κατάλ. άτος. Η λ. στο Meursius]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go