Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κίτρο
8 εγγραφές [1 - 8]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κίτρο το [kítro] Ο39 : ο επιμήκης ωοειδής καρπός της κιτριάς, που έχει παχιά ρυτιδωμένη φλούδα σε ανοιχτό κίτρινο χρώμα και σφιχτή σάρκα.

[ελνστ. κίτρον < λατ. citr(um) `το ξύλο της κιτριάς΄ -ον]

[Λεξικό Κριαρά]
κίτρο(ν) το.
  • Ο καρπός της κιτριάς, κίτρο:
    • (Ch. pop. 220), (Ορνεοσ. αγρ. 52218
    • έκφρ. διά κίτρου το = είδος γλυκίσματος από κίτρο (βλ. και κιτρίον):
      • (Προδρ. IV 328 χφφ SAC κριτ. υπ).

[μτγν. ουσ. κίτρον. Η λ. (‑ο) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κιτρολεμονιά η [kitrolemoá] Ο24 : φυσικό υβρίδιο της λεμονιάς που δίνει καρπούς όμοιους με κίτρα, αλλά με χυμό και άρωμα λεμονιού, τα κιτρολέμονα.

[κίτρ(ο) -ο- + λεμονιά]

[Λεξικό Κριαρά]
κιτρολεμονίτσι το.
  • Είδος λεμονιού σαν κίτρο:
    • μυρίζουσιν τα χνότα του ως κιτρολεμονίτσι (Περί γέρ. 165).

[<ουσ. κιτρολέμονο + κατάλ. ‑ίτσι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κιτρολέμονο το [kitrolémono] Ο41 : ο καρπός της κιτρολεμονιάς, που μοιάζει με το κίτρο αλλά έχει χυμό και άρωμα λεμονιού.

[κίτρ(ο) -ο- + λεμόν(ι) -ο]

[Λεξικό Κριαρά]
κιτρομηλέα η· κιτρομηλία.
  • Νεραντζιά:
    • (Μαχ. 62237).

[<μτγν. ουσ. κιτρόμηλον + κατάλ. -έα. Τ. ‑λιά σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κιτρομηλόφυλλον το.
  • Το φύλλο της κιτρομηλιάς:
    • τα άλογα δεν είχα να φαν παρά τα κιτρομηλόφυλλα (Μαχ. 11010‑1).

[<ουσ. κιτρομηλέα + φύλλον]

[Λεξικό Κριαρά]
Κίτρος ο.
  • Προσωποπ. του ουσ. κίτρο(ν):
    • (Πωρικ. II 2).
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες