Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κίρρωση η [kírosi] Ο33 : (ιατρ.) πολύ σοβαρή νόσος του ήπατος, η οποία συνήθ. καταλήγει σε θάνατο.
[λόγ. < γαλλ. cirrhose < αρχ. κιρρ(ός) `κιτρινωπός΄ -ose = -ωσις > -ωση]



