Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κίβδηλος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
κίβδηλος, επίθ.
  • Ψεύτικος, απατηλός:
    • (Δούκ. 37526).

[αρχ. επίθ. κίβδηλος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κίβδηλος -η -ο [kívδilos] Ε5 : 1. για νόμισμα που είναι παραχαραγμένο· πλαστός. 2. (μτφ.) α. για άνθρωπο ανειλικρινή, που δίνει μια πλαστή εικόνα του εαυτού του. β. για κτ. που δεν είναι γνήσιο, αληθινό: Kίβδηλες αξίες.

[λόγ. < αρχ. κίβδηλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες