Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κέτεριγκ το [kéteriŋg] Ο (άκλ.) : η προμήθεια έτοιμων φαγητών σε εκδηλώσεις, σε δεξιώσεις, σε μεταφορικά μέσα κτλ. από οργανωμένες υπηρεσίες ή επιχειρήσεις.
[λόγ. < αγγλ. catering]



