Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κέρασος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κέρασος ο.
  • Κερασιά:
    • Φλοιόν κεράσου (Ιερακοσ. 3391).

[μτγν. ουσ. κέρασος (Steph.) – αρχ. ός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες