Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κέρασμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κέρασμα το [kérazma] Ο49 : 1α. προσφορά ποτού ή γλυκίσματος από τον οικοδεσπότη στον επισκέπτη. β. πληρωμή του λογαριασμού ενός φίλου ή όλης της συντροφιάς σε εστιατόριο, ζαχαροπλαστείο, μπαρ κτλ.: Mόλις πληρώθηκε άρχισε τα κεράσματα. Δε δέχομαι να πληρώσεις· είναι ~. 2. καθένα από τα μικρά γλυκά που προσφέρονται ως κέρασμα και που τρώγονται συνήθ. με το χέρι.

[αρχ. κέρασμα `ανάμειξη κρασιού με νερό΄ κατά την αλλ. της σημ. του κερνώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go