Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κάφρος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κάφρος ο [káfros] Ο18 : (προφ.) μειωτικός χαρακτηρισμός ανθρώπου άξεστου και ηλίθιου: Για κάφρους μας πέρασες;

[λόγ. < ιταλ. cafro εθνικό των κατοίκων της Κεντρικής Aφρικής (< αγγλ. caffer < αραβ. kāfir `άπιστος΄) κατά τη σημ. της αγγλ. λ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go