Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάτος
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Κριαρά]
κάτος ο.
  • Γάτος:
    • (Συναξ. γαδ. 169).

[<μεσν. λατ. cat(t)us. Βλ. και γάτος. Η λ. σε σχόλ. (ττ‑), στο Meursius και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. γάττος)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατοστάρα η [katostára] & εκατοστάρα η [ekatostára] Ο25α : (προφ.) 1. λαμπτήρας με ισχύ εκατό βατ. || (ως επίθ.): ~ λάμπα. 2. εκατό πόντοι στο μπάσκετ: Mας έριξαν μια ~. 3. μοτοσικλέτα με μηχανή εκατό κυβικών.

[εκατοστ(ή) -άρα και με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατοστάρης ο [katostáris] & εκατοστάρης ο [ekatostáris] Ο11 : (προφ.) αθλητής του δρόμου των εκατό μέτρων.

[κατοστάρ(ι), εκατοστάρ(ι) -ης]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατοστάρι το [katostári] & εκατοστάρι το [ekatostári] Ο44 : 1. (οικ.) για χρηματικό ποσό: Έδωσα ένα ~ (χιλιάδες / εκατομμύρια κτλ.). 2. κατοστάρικο: Πόσο κάνει; - Για σένα ένα ~. || το αντίστοιχο χαρτονόμισμα: Δώσε ένα ~. 3. αγώνας δρόμου εκατό μέτρων: Έλα να τρέξουμε ένα ~. 4. (προφ.) μηχανάκι εκατό κυβικών. 5α. μεταλλικό κύπελλο που η περιεκτικότητά του ήταν εκατό δράμια και το χρησιμοποιούσαν ως μέτρο βάρους υγρών και κυρίως κρασιού. β. ποσότητα εκατό γραμμαρίων (ή, παλαιότερα, εκατό δραμιών της οκάς): Πήγαμε στην ταβέρνα και παραγγείλαμε το ~ μας. κατοσταράκι το & εκατοσταράκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 5, συνήθ. μπουκάλι ούζου του οποίου η περιεκτικότητα είναι εκατό δράμια.

[εκατ-: 1-4: εκατοστ(ή) -άρι· 5: μσν. εκατοστάριν `βάρος εκατό δραμιών΄ < εκατοστ(ή) -άριν· κατ-: αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατοσταριά η [katostarjá] & εκατοσταριά η [ekatostarjá] Ο24 : (οικ.) καμιά ~, περίπου εκατό· εκατοστή: Kαμιά ~ δραχμές / άνθρωποι. || (προφ., συνήθ. πληθ.) για χρηματικό ποσό: Mου έχουν φύγει κατοσταριές…!, έχω καταβάλει επανειλημμένα αυτό το ποσό.

[εκατοστ(ή) -αριά και με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατοστάρικο το [katostáriko] & εκατοστάρικο το [ekatostáriko] Ο41 : χαρτονόμισμα των εκατό δραχμών: Δώσε μου ένα ~, να σου δώσω δύο πενηντάρικα. || το αντίστοιχο ποσό. κατοσταρικάκι το & εκατοσταρικάκι το YΠΟKΟΡ.

[κατοστάρ(ι), εκατοστάρ(ι) -ικο, ουδ. του -ικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες