Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάτεργο
7 εγγραφές [1 - 7]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κάτεργο το [káterγo] Ο42 (συνήθ. πληθ.) : χαρακτηρισμός της ποινής των καταναγκαστικών έργων: Στέλνω κπ. στα κάτεργα, του επιβάλλω την ποινή των καταναγκαστικών έργων. || για να δηλώσουμε τόπο εργασίας, όπου επικρατούν πολύ σκληρές συνθήκες: Δούλεψε στα κάτεργα, σε ανθρακωρυχεία και σε χυτήρια.

[μσν. κάτεργον `εξαρτήματα πλοίου, πολεμικό πλοίο με διπλή σειρά κουπιών΄ (που τα τραβούσαν κατάδικοι) ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. κάτεργος `επεξεργασμένος΄]

[Λεξικό Κριαρά]
κάτεργο το,
βλ. κάτεργον.
[Λεξικό Κριαρά]
κατεργοκτισία η.
  • Φόρος για την κατασκευή πλοίων:
    • (Ψευδο-Σφρ. 54025).

[<ουσ. κάτεργον + κτίσις. Η λ. στο Du Cange (λ. κάτεργον)]

[Λεξικό Κριαρά]
κατεργοκύριος ο· κατεργοκύρης· πληθ. κατεργοκύροι.
  • Κυβερνήτης πλοίου:
    • (Σουμμ., Ρεμπελ. 190).

[<ουσ. κάτεργον + κύριος. Ο τ. στο Βλάχ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κατεργομπεργαντιά τα· κατεργοπεργατιά.
  • Κάτεργα και μπεργαντιά:
    • (Θρ. Κων/π. (Mich.) 99).

[<ουσ. κάτεργα + μπεργαντιά]

[Λεξικό Κριαρά]
κάτεργον το· κάτεργο· κάτερκον· κάτιργον.
  • Μεγάλο πολεμικό πλοίο, γαλέρα:
    • (Χρον. Μορ. H 438
    • κάτεργα λιγνά (Τζάνε, Κρ. πόλ. 1905
    • κάτεργο χοντρό (Τζάνε, Κρ. πόλ. 33916).

[μτγν ουσ. κάτεργον. Ο τ. ο και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κατεργοπεργατιά τα,
βλ. κατεργομπεργαντιά.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες