Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κάταγμα το [kátaγma] Ο49 : (ιατρ.) η λύση της συνέχειας, το σπάσιμο ενός οστού: ~ της κνήμης / του κρανίου. Aπλό / σύνθετο / συντριπτικό ~. Έχει υποστεί πολλαπλά κατάγματα.
[λόγ. < αρχ. κάταγμα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταγματίας ο [kataγmatías] Ο3 : (ιατρ.) τραυματίας που έχει υποστεί κατάγματα.
[λόγ. καταγματ- (κάταγμα) -ίας κατά το τραυματίας]



