Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάσκα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κάσκα η [káska] Ο25 : 1. κράνος που φορούν οδηγοί και επιβάτες δικύκλων ή εργαζόμενοι σε επικίνδυνα επαγγέλματα: ~ πυροσβέστη / μοτοσικλετιστή. 2. είδος καπέλου που φορούσαν οι περιηγητές στις θερμές χώρες. 3. σεσουάρ κομμωτηρίου.

[γαλλ. & αγγλ. casqu(e) ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κασκαντέρ ο [kaskadér] Ο (άκλ.) : (κινημ.) καλλιτέχνης που αντικαθιστά (ντουμπλάρει) τον ηθοποιό στις επικίνδυνες σκηνές μιας ταινίας.

[λόγ. < γαλλ. cascadeur]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κασκαρίκα η [kaskaríka] Ο25α : (οικ.) πάθημα, συνήθ. όχι σοβαρό, που είναι αποτέλεσμα σκηνοθετημένης ενέργειας τρίτων ή απερισκεψίας του ίδιου του παθόντα: Mου σκάρωσε μια ~ που το φυσάω και δεν κρυώνει. Έπαθα μια ~!

[ιταλ.(;) (πρβ. τουρκ. kaşkariko ( [-rí-] ) `απάτη΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες