Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάσα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κάσα η [kása] Ο25 : 1α. κιβώτιο από σανίδες, κατάλληλο για τη μεταφορά τροφίμων ή άλλων αντικειμένων: Aγόρασε μια ~ (με) μπίρες. β. ειδικό συρτάρι με χωρίσματα για τα τυπογραφικά στοιχεία και με επέκταση, το σύστημα της στοιχειοθεσίας με το χέρι: ~ με κεφαλαία. 2. το ξύλινο πλαίσιο, όπου στηρίζονται τα θυρόφυλλα ή τα παραθυρόφυλλα και γενικότερα, το ακίνητο τμήμα μιας κατασκευής. 3. (οικ.) φέρετρο. 4. στη χαρτοπαιξία. α. ταμείο: Ποιος θα κάνει ~; β. χρηματικό ποσό με το οποίο κάθε παίχτης συμμετέχει στο παιχνίδι: ~ θα βάλεις;

[ιταλ. cassa]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κασάτο το [kasáto] Ο39 & κασάτα η [kasáta] Ο25α : είδος παγωτού: Aγόρασα ένα ~. || (ως επίθ.): Aγόρασα ένα παγωτό ~.

[ιταλ. cassata (από τα αραβ.) και μεταπλ. σε ουδ. κατά το παγωτό]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες