Παράλληλη αναζήτηση
| 6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κάρυο το [kário] Ο40 : 1. (βοτ.) γενική ονομασία μονόσπερμων καρπών, των οποίων το ξυλώδες περικάρπιο δεν είναι ενωμένο με το σπέρμα που είναι φαγώσιμο, π.χ. καρύδι, φουντούκι, κάστανο κτλ. 2. (λόγ.) καρύδι.
[λόγ. < αρχ. κάρυον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καρυοθραύστης ο [karioθráfstis] Ο10 : εργαλείο που μοιάζει με τανάλια και που χρησιμοποιείται για το σπάσιμο των καρυδιών.
[λόγ. κάρυ(ον) -ο- + θραυσ- (θραύω) -της μτφρδ. γαλλ. casse-noisette]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καρυότυπος ο [kariótipos] Ο20α : (βιολ.) η εικόνα του συνόλου των χρωμοσωμάτων ενός ατόμου, κατά ζεύγη.
[λόγ. < γαλλ. caryotype < caryo- `πυρήνας΄ < αρχ. κάρυο(ν) + -type < αρχ. τύπος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καρυοφύλλι το [karjofíli] Ο44 & καρυόφυλλο το [karjófilo] Ο41 : φυτό των τροπικών χωρών, του οποίου οι αποξηραμένοι κάλυκες, τα γαρίφαλα, χρησιμοποιούνται ως καρύκευμα. || (σπάν.) γαρίφαλο, μοσχοκάρφι.
[ελνστ. καρυόφυλλ(ον) υποκορ. -ι· ελνστ. καρυόφυλλον (ανατολ. προέλ., με παρετυμ. κάρυον + φύλλον)]
[Λεξικό Κριαρά]
- καρυόφυλλον το· καρυόφαλον.
-
– Βλ. και γαρόφαλον.
- Μοσχοκάρφι, καρυοφύλλι:
- (Ιερακοσ. 38425).
[μτγν. ουσ. καρυόφυλλον (OLD, λ. caryophyllon)· βλ. και L‑S Suppl. Η λ. και σήμ. (‑ο)]
- Μοσχοκάρφι, καρυοφύλλι:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καρύοψη η [karíopsi] Ο33 : (βοτ.) είδος ξηρού καρπού, του οποίου το ξυλώδες περικάρπιο είναι ενωμένο με το σπέρμα.
[λόγ. < διεθ. cary- `πυρήνας΄ < αρχ. κάρυ(ον) + opsis < αρχ. ὄψις (-σις > -ση)]



