Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάρυνος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κάρυνος, επίθ.
  • Κατασκευασμένος από ξύλο καρυδιάς:
    • σταυρόν μέγαν, ξυλένον, κάρυνον (Μαχ. 7027).

[<μτγν. επίθ. καρύινος. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Andr., λ. ινος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες