Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάρος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
κάρος το,
βλ. κάρο(ν).
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καροσερί η [karoserí] Ο (άκλ.) : αμάξωμα αυτοκινήτου.

[λόγ. < γαλλ. carrosserie]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες