Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κάρδαμο
5 items total [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κάρδαμο το [kárδamo] Ο41 : κοινή ονομασία διάφορων ποωδών, αρωματικών φυτών με πικάντικη ή με πικρή γεύση, που χρησιμοποιούνται ως σαλατικό ή ως καρύκευμα.

[αρχ. κάρδαμον]

[Λεξικό Κριαρά]
καρδαμοκόκαλον το.
  • ?:
    • (Ιατροσ. κώδ. ψνδ´).

[<ουσ. κάρδαμον + κόκαλον]

[Λεξικό Κριαρά]
κάρδαμον το.
  • Είδος λαχανικού, κάρδαμο:
    • (Προδρ. II 40).

[αρχ. ουσ. κάρδαμον. Η λ. και σήμ. (ο)]

[Λεξικό Κριαρά]
Κάρδαμος ο.
  • Προσωποπ. του ουσ. κάρδαμον:
    • (Πωρικ. I 65).
[Λεξικό Κριαρά]
καρδαμόσπορος ο.
  • O σπόρος του φυτού κάρδαμο:
    • (Iατροσόφ. 9723).

[<ουσ. κάρδαμον + σπόρος. Oυδ. ον στο Somav.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go