Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάργκο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κάργκο το [kárgo] Ο (άκλ.) : 1. πλοίο ή αεροπλάνο που μεταφέρει εμπορεύματα. 2. φορτίο πλοίου ή αεροπλάνου.

[αγγλ. cargo]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες