Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κάπουλα τα.
-
- Καπούλια:
- (Διγ. Άνδρ. 3901).
[<ουσ. καπούλια τα (βλ. ‑ι(ο)ν)]
- Καπούλια:
[Λεξικό Κριαρά]
- καπούλα η.
-
- (Εν. και πληθ.) καπούλια:
- (Σαχλ. B´ PM 459)·
- τα φαριά τους έκρουεν απάνω στες καπούλες (Αχιλλ. L 1002).
[<λατ. scapulae ‑arum. Η λ. το 10. αι. και σήμ. κρητ.]
- (Εν. και πληθ.) καπούλια: