Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάπνισμα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
κάπνισμα το.
  • Θυμίαμα:
    • (Πεντ. Αρ. VII 74).

[<αόρ. του καπνίζω + κατάλ. μα. Η λ. τον 4. αι. (Lampe) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κάπνισμα 1 το [kápnizma] Ο49 : η ενέργεια του καπνίζω 1. 1. εκπομπή καπνού από ύλη που καίγεται: Tο ~ της καμινάδας. Tο ~ της σόμπας, η κα κή λειτουργία του συστήματος εξαγωγής καπνού. 2α. έκθεση στην επίδραση του καπνού: Tο ~ της ρέγγας / του χοιρινού κρέατος, ως μέθοδος διατήρησης τροφίμων. || μέθοδος που χρησιμοποιούν οι μελισσοκόμοι για να ζαλίζουν τις μέλισσες και να τις κάνουν ακίνδυνες. β. το μουντζούρωμα, το μαύρισμα από τον καπνό.

[καπνισ- (καπνίζω) 1 -μα (διαφ. το ελνστ. κάπνισμα `θυμίαμα΄)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κάπνισμα 2 το : η ενέργεια του καπνίζω 2: Tο ~ του τσιγάρου. Aπαγορεύεται το ~ στους δημόσιους χώρους. Ο γιατρός τού απαγόρευσε το ~. Προσπαθεί να κόψει το ~, το τσιγάρο.

[καπνισ- (καπνίζω) 2 -μα (διαφ. το ελνστ. κάπνισμα `θυμίαμα΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες