Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάντιο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κάντιο το [kándjo] Ο39 : (παρωχ.) κρυσταλλική ζάχαρη που παράγεται από χυμό ζαχαροκάλαμου. (έκφρ.) ~ στάζει το στόμα του, για γλυκομίλητο άνθρωπο.

[μσν. κάντιο(ν) < αραβ. qandī -ο(ν)]

[Λεξικό Κριαρά]
κάντιον το· κάντιο· καντίον.
  • Κρυσταλλοποιημένη ζάχαρη:
    • βάλε καντίον, κομμάτια δύο (Ορνεοσ. 57926).

[<ιταλ. candi <αραβ. quandī. Ο τ. ίον στο Meursius. Ο τ. ιο και σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Somav.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες