Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κάνναβος ο [kánavos] Ο19 : (αρχιτ.) χωρισμός μιας επιφάνειας για σχεδίαση, σε κανονικά τετράγωνα.
[λόγ. < ελνστ. κάνναβος, κάναβος, αρχ. σημ.: `σκίτσο ανθρώπινου σώματος΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- κάνναβος ο.
-
- Χοντρό σχοινί από καννάβι:
- (Πτωχολ. P1 9).
[μτγν. ουσ. κάνναβος η]
- Χοντρό σχοινί από καννάβι:
[Λεξικό Κριαρά]
- κανναβοσησαμάτος, επίθ.
-
- (Ως ουσ.) ο πωλητής ψητών σπόρων από καννάβι ή σησάμι:
- (Προδρ. III 197-10 χφφ PK κριτ. υπ).
[<ουσ. καννάβι + επίθ. σησαμάτος]
- (Ως ουσ.) ο πωλητής ψητών σπόρων από καννάβι ή σησάμι: