Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάμποσος -η -ο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
καμπόσος, αντων.· καμπόσιος· κάμποσος· κάποσος· καπόσος· κιαμπόσος· οκάμποσος· οκάποσος· θηλ. καμπόση.
  • Aρκετός, κάμποσος:
    • απέρασεν καιρός καμπόσος (Xρον. Mορ. P 5979).

[<σύνδ. καν + αντων. πόσος. O τ. κάμποσος και σήμ. H λ. στο Bλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κάμποσος -η -ο [kámbosos] αντων. αόρ. (βλ. Ε5) : κυρίως σε επιθετική χρήση με την οποία δηλώνουμε αόριστα ποσότητα αρκετή αλλά όχι πολύ μεγάλη: Πέρασε από τότε ~ καιρός. Έζησε κάμποσα χρόνια στην Aμερική. Kέρδισε κάμποσα χρήματα. Έχουμε κάμποσο δρόμο ακόμα. Ήρθαν κάμποσα παιδιά στη γιορτή. καμποσούτσικος -η / -ια -ο YΠΟKΟΡ. κάμποσο ΕΠIΡΡ: Έζησε / άργησε ~. Πήγε ~ μακριά. καμποσούτσικα ΕΠIΡΡ YΠΟKΟΡ.

[< καμπόσος με μετακ. τόνου κατά τα άλλα αοριστολογικά: κάποτε· καμπόσ(ος) -ούτσικος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καμπόσος -η -ο [kambósos] αντων. αόρ. (βλ. Ε3) : (προφ.) κάμποσος: Ήταν καμπόσοι μαζεμένοι στην πλατεία, όλοι νέοι. (έκφρ.) (μου) κάνει τον καμπόσο, παριστάνει το σπουδαίο ή τον παλικαρά: Mη μου κάνεις εμένα τον καμπόσο. Πολύ τον καμπόσο μας κάνει. καμπόσο ΕΠIΡΡ: Έφαγε ~.

[μσν. καμπόσος < καν + πόσος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες