Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κάμβιο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κάμβιο το [kámvio] Ο40 : (βοτ.) φυτικός ιστός που βρίσκεται στο βλαστό.

[λόγ. < νλατ. camb(ium) -ιον (ορθογρ. δαν.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go