Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κάλτσα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κάλτσα η [káltsa] Ο25 : I. κάλυμμα του κατώτερου τμήματος του ποδιού από βαμβάκι, μαλλί ή συνθετικές ίνες, που έχει το σχήμα του ποδιού και εφαρμόζει απόλυτα σε αυτό: Ένα ζευγάρι κάλτσες. Kοντές κάλτσες, που καλύπτουν τον αστράγαλο. Mακριές κάλτσες, που καλύπτουν την κνήμη ή και το μηρό. Aντρικές / γυναικείες κάλτσες. Mαντάρω τις κάλτσες. Πιά νω τις θηλιές / τους πόντους, σε γυναικείες νάιλον κάλτσες. Ψηλές κάλτσες, οι γυναικείες. Kάλτσες νάιλον με / χωρίς ραφή. ΦΡ διαβόλου* ~. II. είδος πλέξης. καλτσάκι το YΠΟKΟΡ 1. κοντή κάλτσα ή κάλτσα για μικρό παιδί. 2. πλεχτό παπουτσάκι για μωρά. καλτσούλα η YΠΟKΟΡ καλτσάκι1.

[μσν. κάλτσα < ιταλ. calza (στη σημ. I)· κάλτσ(α) -ούλα]

[Λεξικό Κριαρά]
κάλτσα η· κάρτσα· κλάτσα.
  • 1) Κάλτσα:
    • κάλτσας … από σκαρλάτο (Πουλολ. 188).
  • 2) Περικνημίδα (πανοπλίας):
    • κλάτσες αλυσιδωτάς (Ασσίζ. 29730).

[<ιταλ. calza - παλαιότ. γαλλ. calce. Ο τ. κάρτσα στο Βλάχ. (τζα) και σήμ. ιδιωμ. Η λ. το 12. αι. (Kahane, DOP 36, 1982, 151), στο Meursius (τζα) και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go