Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κάλλιος, επίθ.· καλλίος· καλλιός· συγκρ. καλλιότερος· ουδ. καλλιοτέριν.
-
- 1) Kαλύτερος:
- O κάλλιος φίλος (Xρον. Mορ. H 3218).
- 2) Ωραιότερος:
- γνωρίσῃς πασών (ενν. των γυναικών) την καλλιοτέραν (Bέλθ. 529).
- Tο ουδ. ως ουσ. = το καλύτερο:
- άκουε πάντα συνετώς και χώριζε το κάλλιον (Kομν., Διδασκ. Δ 153).
- O πληθ. ουδ. ως ουσ. = τα καλά, οι καλές συνθήκες:
- με κάλλια λίγα και πολλά μαρτύρια (Θησ. (Foll.) I 3).
- Tο ουδ. έναρθ. ως επίρρ. = όσο καλύτερα:
- βλέπε τον Άγιον Iλαρίον εις το καλλιότερον όπου να μπορήσεις (Mαχ. 50831· Θησ. (Foll.) I 91).
[<αρχ. επίθ. κάλλιον, ουδ. συγκρ. του επιθ. καλός. Ο συγκρ. καλλιότερος μτγν. και σήμ. κρητ.]
- 1) Kαλύτερος:



