Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάλιο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κάλιο το [kálio] Ο40 (χωρίς πληθ.) : χημικό στοιχείο που ανήκει στα μέταλλα: Aνθρακικό ~, ποτάσα.

[λόγ. < νλατ. cali(um) -ον < αραβ. qalī]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλιούχος -ος / -α -ο [kaliúxos] Ε14 : που περιέχει κάλιο.

[λόγ. κάλι(ον) + -ούχος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες