Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κάλι
20 items total [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κάλι το [káli] Ο44 : κάλιο.

[αραβ. qalī]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλιά [kalá] επίρρ. : (λαϊκότρ.) μόνο στη ΦΡ πάει ~ του, για κπ. που πεθαίνει ή για κτ. που καταστρέφεται: Άσ΄ τον αυτόν, πάει ~ του. Σκίστηκε το παλτό, πάει ~ του κι αυτό.

[ίσως σύντμ. της φρ. κά(με δου)λειά σου (ορθογρ. απλοπ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλιακούδα η [kalakúδa] Ο26 : πουλί με μαύρο πτέρωμα, που φωλιάζει σε ρωγμές βράχων ή σε ερείπια· κάργα: Mαύρη σαν ~, για γυναίκα πάρα πολύ μαύρη. (έκφρ.) πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν ~, όταν σκοτεινιάζει πολύ ο ουρανός από πυκνά σύννεφα ή όταν πέφτει το σκοτάδι της νύχτας.

[ίσως *κολοιακούδα με υποχωρ. αφομ. [o-a > a-a] < κολοιακούδ(ι) -α < κόλοιακ(ας) -ούδι < αρχ. κολοι(ός) -ακας (ορθογρ. απλοπ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλιαρντά τα [kalardá] Ο38 : η γλώσσα των παθητικών ομοφυλοφίλων.

[τσιγγ. caliarda `μαύρος΄]

[Λεξικό Κριαρά]
καλιγάς ο· καλλικάς.
  • Πεταλωτής:
    • έστειλα έναν εδικόν μου κτηνόν ενού καλλικά να το ιατρέψει (Aσσίζ. 18119).

[<ουσ. καλίγι(ο)ν + κατάλ. άς ή <ουσ. καλιγάριος (4.-5. αι., L‑S Suppl., Lampe, λλ‑, Soph.). O τ. στο Du Cange (ίκας, λ. καλίγα) και σήμ. κυπρ.]

[Λεξικό Κριαρά]
καλίγι(ο)ν το· καλίκι(ν)· καλίτσι(ν).
  • Είδος υποδήματος:
    • εξυπολύθη γοργόν και έβγαλε τα καλίγια του (Διγ. Άνδρ. 35327
    • πεζός με το καλίκιν (Διγ. Esc. 1323).

[μτγν. ουσ. καλίγιον - καλίκιον (L‑S Suppl.). Ο τ. κιν(;) τον 4. αι. (ό.π.). H λ. (ι) και οι τ. κι, τσι, κ.ά. σήμ. ιδιωμ. (Meyer, NS III 23-4, Κουκουλές, Ελλην. 4, 1931, 362 σημ. 15, Andr., λ. κιον]

[Λεξικό Κριαρά]
καλιγοκάρφι το.
  • Kαρφί που χρησιμοποιείται για το πετάλωμα:
    • καλιγοκάρφια ολάργυρα ήτον καλιγωμένον (ενν. το φαρίν) (Διγ. Esc. 13).

[<ουσ. καλίγιν + καρφί]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλίγωμα το [kalíγoma] Ο49 : η ενέργεια του καλιγώνω· πετάλωμα.

[μσν. καλ(λ)ίγωμα < καλ(λ)ιγώ(νω) -μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλιγώνω [kaliγóno] -ομαι Ρ1 : πεταλώνω. ΦΡ καλιγώνει (τον) ψύλλο*.

[μσν. καλ(λ)ιγώνω < καλλίγ(α) `παπούτσι΄ < λατ. callig(a) -ώνω (ορθογρ. απλοπ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
καλιγώνω· καλικώνω· καλλικώνω.
  • 1) Πεταλώνω:
    • καλιγοκάρφια αργυρά ήτον καλιγωμένον (ενν. το φαρίν) (Διγ. Z 307).
  • 2) Yποδένω:
    • απού τον κόπο μας ποτέ πάμε καλικωμένες (Φορτουν. E´ 28).
  • 3) Σολιάζω:
    • (Σαχλ., Aφήγ. 191).

[<ουσ. καλίγιν + κατάλ. ώνω. Λ. γώ το 10. αι. (Soph., όω). O τ. κώ‑ και σήμ. κρητ. O τ. καλλικώνω στο Du Cange (καλληκώνειν, λ. καλίγα) και σήμ. κυπρ. H λ. και σήμ.]

< Previous   [1] 2   Next >
Go to page:Go