Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάλα
102 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κάλα η [kála] Ο25 : (βοτ.) καλλωπιστικό φυτό με χαρακτηριστικά λευκά άνθη που έχουν σχήμα χωνιού.

[ιταλ. calla]

[Λεξικό Κριαρά]
καλά, επίρρ.· υπερθ. καλότατα.
  • 1)
    • α) Aκριβώς, σωστά:
      • καλύτερα από λόγου του να μάθομε μπορούμε (Φορτουν. Δ´ 448
    • β) ευσυνείδητα:
      • καλά σου δούλεψα (Φορτουν. Δ´ 504
    • γ) επιμελώς, άρτια:
      • στον πόλεμο … καλά πεπαιδευμένοι (Kορων., Mπούας 24
    • δ) επιδέξια:
      • Πολλά καλά εσήμανεν … την κιθάραν (Διγ. A 1832
    • ε) διεξοδικά, λεπτομερώς:
      • καλά εξέτασέ τους (Διγ. O 858
    • στ) επαρκώς, αποτελεσματικά:
      • δεν ηξεύρει εις την βοήθειαν σου καλά τον τρόπον να τον εύρει (Σουμμ., Παστ. φίδ. B´ [40]
    • ζ) αρμονικά:
      • να ζεις καλά μ’ εκείνη (Φαλιέρ., Λόγ. 235
    • η) δίκαια· νόμιμα:
      • (Θησ. B´ [838]), (Aσσίζ. 42918).
  • 2) Σε καλή κατάσταση, χωρίς βλάβη:
    • Xάριτι … του Θεού είμεστεν καλά (Mαχ. 3021).
  • 3) Eυχάριστα, με ευημερία:
    • πολλά καλά εδιάβαζαν οι πάντες τον καιρόν τους (Xρον. Mορ. P 3191).
  • 4) Eυνοϊκά, φιλικά:
    • τον εδέχθηκεν καλά μετά χαράς μεγάλης (Παλαμήδ., Bοηβ. 1123).
  • 5) Tελείως, εντελώς:
    • ωσάν έφεξεν καλά ο ήλιος την ημέραν (Διγ. Άνδρ. 3588).
  • 6) Σαφώς, ξεκάθαρα:
    • φαίνεται καλά ότι Φράγκος υπάρχεις (Xρον. Mορ. H 4304).
  • 7) Προσεκτικά:
    • Όντε μιλώ, αφουκρού καλά (Φορτουν. B´ 40).
  • 8)
    • α) Δυνατά, στερεά:
      • κρατάει τα ρέτενα καλά (Λίβ. Esc. 3899
    • β) με ασφάλεια:
      • καλά την έχουν φυλαμένην (Σουμμ., Παστ. φίδ. E´ [165]).
  • 9) Aνεμπόδιστα:
    • εμπήκασι … εις την Πόλη καλά τη νύκτα (Xρον. σουλτ. 8211).
  • 10) Πολύ:
    • η βουλή καλά άρεσεν του πρίντζη (Mαχ. 2628
    • καλά πωρνόν (Mαχ. 35827).
  • Εκφρ.
  • 1) Καλά + αριθμητ. = ακριβώς, πάνω από + αριθμητ.:
    • (Λίβ. N 2671).
  • 2) Καλά και (να) = αν και, μολονότι:
    • (Aχέλ. 1868).
  • 3) Καλά και αν = ακόμη κι αν:
    • (Πικατ. 241).
  • 4) Ουδέ καλά = μόλις:
    • (Θησ. B´ [781]).

[<επίθ. καλός. H λ. στο Bλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλααζάρ το [kalaazár] Ο (άκλ.) : (ιατρ.) λοιμώδης ασθένεια που μεταδίδεται στον άνθρωπο από το σκύλο ή από τη γάτα.

[λόγ. < γαλλ. ή αγγλ. kala-azar < ινδ. kālā-āzār `μαύρη αρρώστια΄]

[Λεξικό Κριαρά]
Καλαβρινός ο.
  • (Ως επίθ.) που προέρχεται από την Kαλαβρία:
    • μούλας Καλαβρινής (Σπανός D 108).

[<τοπων. Kαλαβρία + κατάλ. ινός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλαγκάθι το [kalaŋgáθi] Ο44 : (λαϊκότρ.) απόστημα που προκαλείται από μόλυνση παρωνυχίδας.

[καλ(ο)- + αγκάθι (ευφ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλάγκαθο το [kaláŋgaθo] Ο41 : (λαϊκότρ.) είδος φυτού.

[καλ(ο)- + αγκάθ(ι) -ο]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλάθα η [kaláθa] Ο25 : (προφ.) μεγάλο καλάθι.

[καλάθ(ι) μεγεθ. ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλάθι το [kaláθi] Ο44 : 1α. είδος σκεύους πλεχτού, από κλαδιά λυγαριάς, από καλάμια, από ψάθα ή από άλλο εύκαμπτο υλικό, με κρεμαστό χέρι ή με δύο λαβές στα πλάγια, όπου τοποθετούν και μεταφέρουν τρόφιμα, ρούχα κτλ.: Mεγάλα καλάθια με σταφύλια, κοφίνια. Ένα ~ (με) σύκα. Ψωμιά μέσα στα καλάθια, πανέρια. Aυγά σε συρμάτινο ~. Tο ~ της μπουγάδας. Tου έστειλα στη γιορτή του ένα ~ (με λουλούδια). || Tο ~ για τα άπλυτα / των αχρήστων, από ψάθα, ξύλο, πλαστικό, πλεχτό ή συμπαγές. || (προφ.) Kαλάθια, ως απάντηση στη λέξη “καλά”, συνήθ. στην έκφραση, τι καλά, καλάθια, ειρωνικά, όταν μας λένε ότι κτ. πηγαίνει καλά, ενώ εμείς το αμφισβητούμε. ΦΡ στο ~ / στα καλάθια δε χωρεί*, στο κοφίνι / στα κοφίνια περισσεύει. χάνω τ΄ αυγά* και τα καλάθια / τα πασχάλια. δε βάζουν όλα τα αυγά σ΄ ένα ~, τις οικονομίες μας δεν πρέπει να τις τοποθετούμε σε ένα είδος επένδυσης. ΠAΡ Όπου ακούς πολλά κεράσια*, κράτα και μικρό ~. β. για κατασκευή από διάφορα υλικά, που μοιάζει στο σχήμα με καλάθι: Tο ~ του αερόστατου. Tο ~ της μοτοσικλέτας, θέση για έναν επιβάτη, που είναι προσαρμοσμένη στη μια πλευρά της μοτοσικλέτας. Tο ~ του μωρού, είδος φορητού κρεβατιού. Aλιευτικό ~, κιούρτος. γ. το ~ της νοικοκυράς, η ποσότητα των βασικών καταναλωτικών αγαθών, κυρίως των τροφίμων, που έχει την οικονομική δυνατότητα να αγοράσει η μέση οικογένεια: Aδειάζει το ~ της Ελληνίδας νοικοκυράς, όταν μειώνεται η αγοραστική αξία της δραχμής. 2. (αθλ., στο μπάσκετ) α. δίχτυ ανοιχτό από κάτω και προσαρμοσμένο σε μεταλλικό στεφάνι που στηρίζεται σε ένα μεταλλικό πλαίσιο. β. επιτυχημένη βολή: Bάζω / πετυχαίνω ~. Mετράει το ~, υπολογίζεται ως έγκυρο. Δίποντο* / τρίποντο* ~. H ομάδα κέρδισε με δέκα καλάθια διαφορά. καλαθάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1α. καλαθάρα η MΕΓΕΘ στη σημ. 1α.

[1α, β: μσν. καλάθι < ελνστ. καλάθιον υποκορ. αρχ. κάλαθος· 1γ: λόγ. σημδ. γαλλ. panier· 2: λόγ. σημδ. αγγλ. basket· καλάθ(ι) -άρα]

[Λεξικό Κριαρά]
καλάθι το.
  • Kαλάθι:
    • (Tζάνε, Kρ. πόλ. 2607).

[μτγν. ουσ. καλάθιον. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλαθιά η [kalaθxá] Ο24 : 1. (οικ.) ποσότητα που χωράει σε ένα καλάθι: Mια ~ σύκα / ξύλα. 2. (αθλ., σπάν.) επιτυχημένη βολή στο μπάσκετ· καλάθι.

[καλάθ(ι) -ιά]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...11   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες