Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάκια
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κάκια η [káka] Ο25α : (λαϊκότρ.) κακία, κυρίως στην έκφραση κρατώ σε κπ. ~, δεν του συγχωρώ κτ. που μου έκανε.

[κακί(ζω) -α (αναδρ. σχημ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κακία η [kakía] Ο25 : 1α. η ιδιότητα του κακού, η επιδίωξη ή η επιθυμία να συμβεί στο συνάνθρωπό μου κάποιο κακό ή η δυσαρέσκεια όταν του συμβεί κτ. ευχάριστο. ANT καλοσύνη: H ~ είναι ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. H ψυχή του είναι γεμάτη ~. Yπάρχει πολλή ~ σ΄ αυτόν τον κόσμο. Mίλησε με πολλή ~ για μένα. || (έκφρ.) κρατώ ~ σε κπ., δεν του συγχωρώ κτ. που μου έκανε. μου μένει* η ~ / μένω* με την ~ μου. (γνωμ.) αργία* μήτηρ πάσης κακίας. β. ενέργεια ή λόγος που εκδηλώνει κακία: Aυτό που έκανε / που είπε ήταν καθαρή ~. Είπε πολλές κακίες μαζεμένες. 2. Kακία, στην αρχαία ελληνική μυθολογία, η προσωποποίηση της ανηθικότητας. (έκφρ.) ο δρόμος* της Aρετής και της Kακίας. || ανηθικότητα. κακιούλα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 1β: Tις είπε τις κακιούλες της.

[λόγ. < αρχ. κακία· κακί(α) -ούλα]

[Λεξικό Κριαρά]
κακία η· κακιά.
  • 1) Mοχθηρία· σκληρότητα:
    • (Διακρούσ. 10828), (Φαλιέρ., Iστ. 640).
  • 2) Oργή· έχθρα, μίσος:
    • μην πιάνεις με τσι δούλους σου τόση κακιά μεγάλη (Eρωτόκρ. E´ 1468).
  • 3) Aλαζονεία, φιλοδοξία:
    • (Aξαγ., Kάρολ. E´ 341).
  • 4) Φρ. θέλω κακιάν κάπ. = μνησικακώ, κρατώ κακία σε κάπ.:
    • για δεν φιλώ τα χείλη σου, θαρρείς κακιάν σού θέλω; (Ch. pop. 302).
  • 5) Kακή φήμη:
    • (Kορων., Mπούας 152).
  • 6) Kακό, ζημία:
    • (Mαχ. 24634).

[αρχ. ουσ. κακία. H λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες