Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κάκητα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κάκητα η [kákita] Ο27α : (λαϊκότρ., λογοτ.) κακία, έχθρα.

[μσν. κάκητα < κακ(ός) -ητα]

[Λεξικό Κριαρά]
κάκητα η.
  • Oργή, θυμός· εχθρότητα:
    • (Pιμ. κόρ. 626), (Xρον. Tόκκων 3283).

[<ουσ. κακία αναλογ. με τα ουσ. σε (ότ)ητα. Η λ. στο Meursius και σήμ. λαϊκ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go