Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κάθειρξη
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κάθειρξη η [káθirksi] Ο33 : ποινή στερητική της ελευθερίας, που επιβάλλεται μόνο για κακούργημα· η διάρκειά της δεν μπορεί να είναι μικρότερη από πέντε χρόνια και συνεπάγεται πάντοτε στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων· (πρβ. φυλάκιση): Kαταδικάστηκε σε ποινή καθείρξεως / σε ισόβια ~ / σε ~ είκοσι ετών.

[λόγ. < ελνστ. κάθειρξις `κλείσιμο, φυλάκιση΄ (-σις > -ση)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go