Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάδη
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κάδη η [káδi] Ο30α : μεγάλο ξύλινο δοχείο: α. όπου χτυπούν το γάλα για να γίνει βούτυρο. β. όπου πατούν τα σταφύλια.

[ίσως < πληθ. οι κάδοι του κάδος που θεωρήθηκε θηλ. εν. από την ομόηχη κατάλ. και το άρθρο [i káδi] ]

[Λεξικό Κριαρά]
καδηλεσκέρης ο· κανδηλεσκέρης· καντηλισκάρης· καταλεσκέρης· κατηλισκάρης.
  • Aνώτατος στρατιωτικός δικαστής των Οθωμανών:
    • (Έκθ. χρον. 647).

[<περσοτουρκ. kadι-i leşker. Η λ. στο Du Cange (λ. καδίς)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καδής ο [kaδís] & κατής ο [katís] Ο8 : Tούρκος δικαστής που δίκαζε με βάση το μουσουλμανικό δίκαιο.

[μσν. καδής < αραβ. qadī -ς· τουρκ. kadι (από τα αραβ.) ]

[Λεξικό Κριαρά]
καδής ο· κατής.
  • Μουσουλμάνος δικαστής:
    • ένα των αυτού (ενν. του Παγιαζίτ) κριτών και νομιμαρίων, ον αυτοί καλούσι καδήν (Δούκ. 7722
    • πολλούς εκρέμασεν άκριτα χωρίς του κατή τον λόγον (Συναδ. φ. 33r).

[<αραβ. qa ī - τουρκ. kadι· βλ. Mor. II 145-6. Ο τ. στο Du Cange (λ. ίς) και σήμ. H λ. το 10. αι., στο Meursius και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες