Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ιωδιούχος -ος -α -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιωδιούχος -ος / -α -ο [ioδiúxos] Ε14 : που περιέχει ιώδιο: Iωδιούχα άλατα / ορυκτά. ~ χαλκός.

[λόγ. ιώδι(ον) + -ούχος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go