Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ιχνηλασία
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιχνηλασία η [ixnilasía] Ο25 : (λόγ.) η ενέργεια του ιχνηλατώ.

[λόγ. < ελνστ. ἰχνηλασία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go