Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ιχθυέλαιο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιχθυέλαιο το [ixθiéleo] Ο41 : (λόγ.) λάδι που παράγεται από ορισμένα είδη ψαριών (ρέγγα κτλ.).

[λόγ. ιχθυ(ο)- + -έλαιον μτφρδ. γαλλ. huile(s) de poisson ή αγγλ. fish oil]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go