Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιταλ.
2.468 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
4 & : κατάληξη ισοσύλλαβων θηλυκών ουσιαστικών: χαρά· ώρα, βελόνα, μητέρα, αντίκα· θάλασσα.

[κατάλ. αρχ. πρωτόκλιτων θηλ. σε -α, -ά: αρχ. χαρά, θάλασσα & μσν. μεταπλ. αρχ. τριτόκλιτων με βάση την αιτ. για εξομάλ. της κλίσης: αρχ. ἡ μήτηρ, αιτ. τήν μητέρα και νέα ονομ. μσν. η μητέρα & μσν. < αρχ. -η, μεταπλ. αναλ. προς άλλα θηλ. -α: αρχ. χελώνη > μσν. χελώνα & ιταλ. θηλ. επίθημα -a με βάση ζευγάρια δάνειων συγγ. λ.: λίμ-α - λιμ-άρω < ιταλ. lima - limare και επέκτ. σε δάνεια από άλλες γλ.: λιμουζίνα < γαλλ. limousin(e) ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-ανός -ανή -ανό [anós] : επίθημα επιθέτων· (βλ. -ιανός -ιανή -ιανό)· παράγονται: 1. από επιρρήματα ή ουσιαστικά και χαρακτηρίζουν το προσδιοριζόμενο από χρονική άποψη: (αύριο) αυριανός, (Δεκέμβριος) δεκεμβριανός, (Οκτώβριος), οκτωβριανός· (πρβ. -ιάτικος). || σε κύρια ονόματα που προέρχονται από ουσιαστικοποίηση του πληθυντικού του ουδέτερου γένους, δηλώνει το συγκεκριμένο γεγονός που έγινε κατά το χρόνο που υποδηλώνει η πρωτότυπη λέξη: (Iούλιος) Iουλιανά, (Δεκέμβριος) Δεκεμβριανά. 2. από κύρια ονόματα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο είναι δημιούργημα του συγκεκριμένου προσώπου που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (Γρηγόριος) γρηγοριανός, (Θεοδόσιος) θεοδοσιανός.

[1: μσν. επίθημα -ανός & λόγ. < μσν. -ανός < αρχ. επίθημα -ανός: αρχ. στεγ-ανός & λατ. -anus ( [-ánus] ) με προσαρμ. στο ίδιο τονικό σχ.: ελνστ. Ῥωμ-ᾶνος, Ῥωμ-ανός, ελνστ. ή μσν. παγ-ανός < Romanus (Rom-anus, αρχικά Roma-nus), paganus· 2: λόγ. < γαλλ. -en, ιταλ. -ano, νλατ., μσνλατ. -anus, με βάση κύρ. ον. και τοπων.: Γρηγορι-ανός (Γρηγόρι-ος) < μσνλατ. Gregorianus (< Gregorius)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-άνος 1 [ános] θηλ. -άνα [ána] : επίθημα: 1. εθνικών ή πατριδωνυμικών ουσιαστικών παράγωγων από ονόματα πόλεων ή γενικά τόπων: (Πρέβεζα) Πρεβεζάνος - Πρεβεζάνα· σε εναλλαγή με το επίθημα -ανός 1: (Aμερική) Aμερικάνος - Aμερικανός, Aμερικάνα - Aμερικανή, (Aφρική) Aφρικάνος - Aφρικανός, (Mεξικό) Mεξικάνος - Mεξικανός. 2. σε οικογενειακά ονόματα.

[ιταλ. πατριδων. επίθημα -ano -ς: Ναπολιτ-άνος, Τοσκ-άνος < ιταλ. (παλ.) Napol-itano που ερμηνεύτηκε Napolit-ano, Tosc-ano· -άν(ος) -α]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-άνος 2 θηλ. -άνα : επίθημα για την απόδοση ουσιαστικών με ξένη προέλευση: παρτιζάνος, ρεπουμπλικάνος.

[ιταλ. επίθημα -ano που δηλώνει πως κάποιος ανήκει κάπου: ρεπουμπλικ-άνος < ιταλ. repubblicano· -άν(ος) -α]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-ανός 2 θηλ. -ανή : επίθημα για την απόδοση ουσιαστικών με ξένη προέλευση: πουριτανός, πουριτανή.

[λόγ. ουσιαστικοπ. αρσ. του επιθήματος -ανός -ανή -ανό: πουριτ-ανός < ιταλ. puritano (δες λ.)· -αν(ός) -ή]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-άντζα [ándza] : (λαϊκ.) ατονημένο επίθημα θηλυκών ουσιαστικών παράγωγων από ονόματα· επιτείνει τη θετική ή αρνητική σημασία της πρωτότυπης λέξης: (μάστορας) μαστοράντζα, (σοφέρ) σοφεράντζα· (πρόστυχος) προστυχάντζα. || (μπροστά) μπροστάντζα.

[παλ. ιταλ. ή βεν. επίθημα αφηρ. ουσ. -anza: amistanza `φιλία, συντεχνία΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-άρω [áro] -ομαι : I.επίθημα ρημάτων παράγωγων συνήθ. από λέξεις ξενικής προέλευσης· δηλώνει ότι το υποκείμενο του ρήματος συνήθ. εκτελεί την ενέργεια που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη (κάποτε και σε αμετάβατη χρήση: φρακάρω)· (πρβ. -έρνω). α. παραγωγή από ξένη λέξη προσαρμοσμένη ή μη στο κλιτικό σύστημα της νέας ελληνικής: (αμπαλάζ) αμπαλάρω, (καμουφλάζ) καμουφλάρω, (κόπια) κοπιάρω, (μακιγιάζ) μακιγιάρω, (ντεμπούτο) ντεμπουτάρω, (πακέτο) πακετάρω, (ρεκλάμα) ρεκλαμάρω, (ρομάντζο) ρομαντζάρω, (αγκαζέ) αγκαζάρω, (γιούχα) γιουχάρω, (μπιζ) μπιζάρω. β. παραγωγή από ελληνική λέξη: (κριτική) κριτικάρω. II. επίθημα για την απόδοση ξένων ρημάτων: λανσάρω, λιντσάρω, φρικάρω.

[ιταλ. κατάλ. απαρέμφ. -ar(e) με βάση ζευγάρια συγγ. λ.: κόπι-α - κοπι-άρω < ιταλ. copia - copiare, με επέκτ. ιδ. σε γαλλ. δάνεια για προσαρμογή στο μορφολ. σύστημα της ελλην.: αμπαλ-άρω < ιταλ. abballare - αμπαλάζ < γαλλ. emballage, μακιγιάζ - μακιγι-άρω < γαλλ. maquillage - maquiller, μπιζ < γαλλ. biz - μπιζ-άρω, και επέκτ. σε δάνεια από άλλες γλ.: γιούχα < τουρκ. yuha - γιουχ-άρω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-άτο [áto] : ατονημένο επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών παράγωγων από αρσενικά ουσιαστικά που δηλώνουν κάποιον τίτλο ή εξουσία· δηλώνει ένωση ή μικρό κράτος υπό τη διοίκηση του προσώπου που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (αδελφός) αδελφάτο, (δεσπότης) δεσποτάτο, (δούκας) δουκάτο, (ρήγας) ρηγάτο. || σε νομίσματα: δουκάτο, κωνσταντινάτο.

[ελνστ. ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθήματος -ᾶτος (δες λ.) & μέσω του ιταλ. & βεν. -ato: ελνστ. κιτρ-ᾶτον `γλυκό από κίτρο΄, νεοελλ. μαντολ-άτο < βεν. mandolato, και επέκτ. σε άλλες λ.: μσν. σκορδ-άτον `φαγητό με σκόρδο΄, *κωνσταντιν-άτον, δεσποτ-άτον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-άτος -άτη -άτο [átos] : επίθημα: I. επιθέτων παράγωγων: 1. από ουσιαστικά· δηλώνει ότι: α. το προσδιοριζόμενο φαγητό ή γλυκό παρασκευάστηκε με βασικό και χαρακτηριστικό το στοιχείο (υλικό) που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (αμύγδαλο) αμυγδαλάτος, (κρασί) κρασάτος, (ξίδι) ξιδάτος, (ρίγανη) ριγανάτος. || με ουσιαστικοποίηση του ουδετέρου του επιθέτου: (καρυδάτος) καρυδάτο, (κυδωνάτος) κυδωνάτο. β. το προσδιοριζόμενο χαρακτηρίζεται από τα στοιχεία, έχει τα στοιχεία που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (δροσιά) δροσάτος· (πρβ. δροσερός(μυρωδιά) μυρωδάτος, που έχει ευχάριστη μυρωδιά· (μέση) μεσάτος που έχει τονισμένη μέση· για άνθρωπο: (γένι) γενάτος, (μούσι) μουσάτος. 2. από ρήματα· το παράγωγο ρηματικό επίθετο: α. ισοδυναμεί νοηματικά με τη μετοχή του παρακειμένου και δηλώνει κτ. συντελεσμένο: γεμάτος, είμαι γεμάτος, έχω γεμίσει· χορτάτος, είμαι χορτάτος, έχω χορτάσει. β. δηλώνει τρόπο και αποτελεί ένα υποκατάστατο κλιτής μετοχής του ενεργητικού ενεστώτα η οποία απουσιάζει από το τυπικό της νέας ελληνικής: (τρέχω) τρεχάτος, τρέχοντας. II. σε οικογενειακά ονόματα και τοπωνύμια.

[ελνστ. επίθημα -ᾶτος < λατ. -at(us) -ος & μέσω του ιταλ. -ato: ελνστ. βαρβ-ᾶτος (δες λ.) < λατ. barbatus, μσν. ντελικ-άτος < ιταλ. delicato, και επέκτ. σε άλλες λ.: μσν. πωγων-άτος `που έβγαλε γένια΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-άτσα [átsa] : ατονημένο επίθημα θηλυκών ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά· α. με μειωτική σημασία: (κυρά) κυράτσα. β. (ναυτ.) (πρύμη) πρυμάτσα.

[βεν. μειωτικό επίθημα -azza: λινάτσα < ιταλ. (διαλεκτ.) linazza (πρβ. ιταλ. bestiaccia `βρομόζωο΄)]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...247   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες